ποσούς

ποσούς
ποσός
of what quantity?
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόσους — πόσος of what quantity? masc acc pl ποσόω reckon the quantity of imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • подъкопати — ПОДЪКОПА|ТИ (5*), Ю, ѤТЬ гл. Сделать подкоп, подкопать: Колико ихъ идѹть подъкопатъ и крастъ. (πόσους ὑπογοντες διορυγος) ПНЧ 1296, 102; аще бы вѣдѣлъ г(с)нъ домѹ. бдѣлъ бы и не дал бы подъкопати домѹ своѥго. Пр 1313, 206г; Корсунѧне подъкопавше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PULEX — Arabibus pater saltus, nec enim solum anterius, sed et retrorsum mirum in modum salit, ut venatorem fugiat. Hinc in Nebulis Aristophanes, ut Socratem doceat de rebus nil Lili philosophari, fingit illum pulicis saltum dimetiri et saltu suô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… …   Dictionary of Greek

  • οπόσος — η, ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, η, ον) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς,… …   Dictionary of Greek

  • ποσαχώς — Α επίρρ. με πόσους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + ουρανικό ένθημα αχ + επίρρμ. κατάλ. ώς (πρβλ. ὁσ αχ ῶς, παντ αχ ῶς)] …   Dictionary of Greek

  • Γινδάνες — Αρχαίος λαός της Λιβύης, που κατοικούσε δυτικά της σημερινής Τρίπολης. Κατά τον Ηρόδοτο (Δ 177), γειτόνευε με τους Λωτοφάγους. Ο ίδιος ιστορικός αναφέρει (Δ 176) ότι στους Γ., οι γυναίκες έβαζαν στους αστραγάλους τους δακτυλίους από δέρμα, που… …   Dictionary of Greek

  • συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”